Διατάξεις - Συστήματα αναρτήσεων
Πώς λειτουργεί μία ανάρτηση; Ποιός ο σκοπός της; Ποιά είναι τα βασικά της μέρη; Πόσα είδη γεωμετρίας αναρτήσεων υπάρχουν;
Ενα σωστά σχεδιασμένο σύστημα θεωρείται αυτό που καταφέρνει να αντιδρά σωστά στις δυνάμεις που ασκούνται επάνω του προσφέροντας άνεση και ασφάλεια. Συνεπώς πρέπει: 1. Να επιτρέπει στους τροχούς τις κατακόρυφες κινήσεις ώστε να ακολουθούν τα εμπόδια που συναντάνε στο δρόμο τους χωρίς να μεταβάλλεται η γεωμετρία τους. 2. Να εξασφαλίζει τη συνεχή επαφή τους με το δρόμο. 3. Να επιτρέπει στους κατευθυντήριους τροχούς να στρίβουν. 4. Να περιορίζει τις κινήσεις τους στο διαμήκη άξονα μεταδίδοντας στο πλαίσιο τις δυνάμεις επιτάχυνσης από τη ροπή στρέψης των κινητήριων τροχών και τις δυνάμεις επιβράδυνσης από τα φρένα. 5. Να απομονώνει την καμπίνα των επιβατών από τις αναταράξεις της κίνησης.
Τα στοιχεία της ανάρτησης
Τα συστήματα αναρτήσεων αποτελούνται από τρία κύρια μέρη: τα οδηγά στοιχεία, τα ελαστικά στοιχεία και τους αποσβεστήρες.
Οδηγά στοιχεία
Τα οδηγά στοιχεία ή οδηγοί παίζουν σημαντικό ρόλο στην οδική συμπεριφορά του οχήματος. Είναι τα μέρη εκείνα που αναλαμβάνουν τη στήριξη των τροχών στο αμάξωμα και τον περιορισμό των κινήσεών τους προς ανεπιθύμητες διευθύνσεις ώστε να είναι εφικτή η μεταφορά και η διανομή δυνάμεων και ροπών μεταξύ αμαξώματος και τροχών. Ανάλογα με τον τύπο του οδηγού οι αναρτήσεις διακρίνονται σε ανεξάρτητες και μη ανεξάρτητες. Οι ανεξάρτητες αναρτήσεις επιτρέπουν την ανεξάρτητη κίνηση κάθε τροχού σε σχέση με τους υπολοίπους και προτιμώνται από τους σύγχρονους κατασκευαστές για τα καλά οδικά χαρακτηριστικά και την άνεση που προσφέρουν. Αντίθετα η μη ανεξάρτητη ανάρτηση, όπως προδίδει και το όνομά της, δεν επιτρέπει την ανεξαρτησία κίνησης των τροχών του ίδιου άξονα, με αποτέλεσμα τη δυσκολία ελέγχου σε κακό οδόστρωμα και την ταλαιπωρία των επιβατών από τις μεγάλες κλίσεις του αμαξώματος. Οι κατασκευάστριες εταιρείες προτιμούν τη μη ανεξάρτητη ανάρτηση σε οχήματα εκτός δρόμου και σε φορτηγά, εκμεταλλευόμενες τα πλεονεκτήματα αυτού του τύπου ανάρτησης: την ικανότητα μεταφοράς μεγάλων φορτίων, την εύκολη διατήρηση του ύψους του αμαξώματος από το έδαφος, τη μεγάλη αντοχή και φυσικά την απλότητα της κατασκευής και το χαμηλό κόστος. Σήμερα συνήθως συναντάμε ανεξάρτητα συστήματα ανάρτησης τα οποία προσφέρουν αυξημένη ασφάλεια και άνεση αφού κάθε φορά που ένας τροχός συναντήσει ένα εμπόδιο ο άλλος δεν θα επηρεαστεί από αυτήν τη μετακίνηση μένοντας εφαπτόμενος στο οδόστρωμα.
Αυτή η ανεξαρτησία κινήσεων ασφαλίζεται με τη χρήση βραχιόνων ή συνδέσμων που ενώνουν τον τροχό με το πλαίσιο. Από τη μεριά του τροχού συνδέονται με σφαιρικούς συνδέσμους ενώ με το πλαίσιο αρθρώνονται μέσω μεταλλικών συνδέσμων με ελαστικό παρέμβυσμα για μειωμένο θόρυβο και καταπόνηση (σάιλεντ-μπλοκ). Οταν οι εν λόγω βραχίονες αρθρώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο άξονας περιστροφής τους να είναι παράλληλος με το διαμήκη άξονα του αυτοκινήτου, τους ονομάζουμε εγκάρσιους ή ψαλίδια. Οταν ο άξονας περιστροφής τους είναι κάθετος ως προς το διαμήκη άξονα του οχήματος, τότε έχουμε διαμήκεις ή υστερούντες βραχίονες (αν ο τροχός σύρεται) και διαμήκεις ή υστερούντες οδηγούς (αν ο τροχός ωθείται). Τέλος αν ο άξονας περιστροφής βρίσκεται υπό οποιαδήποτε άλλη γωνία ως προς το διαμήκη άξονα, τότε μιλάμε για ημιυστερούντες βραχίονες.
Ενα νέο μοντέλο πριν ξεκινήσει να παράγεται, για να διαπιστωθεί ο τρόπος λειτουργίας και η αποτελεσματικότητα της ανάρτησής του, περνάει από πολλές και ιδιαίτερα σκληρές "δοκιμασίες".
Ελαστικά στοιχεία
Το δεύτερο συστατικό της ανάρτησης είναι τα ελαστικά στοιχεία. Ας δούμε όμως ποια είναι η αποστολή τους. Οταν ο τροχός συναντήσει μια ανωμαλία που θα τον αναγκάσει να κινηθεί προς τα επάνω, θα πρέπει να υπάρχει κάποιο σύστημα που αφ' ενός θα απορροφήσει την ενέργεια (μετατρέποντάς την από κινητική σε δυναμική) ώστε να μην τη δεχτούν οι επιβάτες και το αμάξωμα, και αφ' ετέρου να πιέσει γρήγορα τον τροχό προς τα κάτω, ώστε να μην μείνει λόγω αδράνειας στον αέρα ούτε για κλάσματα του δευτερολέπτου. Το ρόλο αυτό παίζουν τα ελατήρια που τα συναντάμε σε διάφορες μορφές όπως ελικοειδή, ημιελλειπτικά φύλλα σούστας και ράβδους στρέψης. Στα σύγχρονα αυτοκίνητα η πιο διαδεδομένη λύση είναι αυτή των ελικοειδών ελατηρίων καθώς τα χαρακτηριστικά τους τα καθιστούν ως την ιδανική λύση για το ρόλο που καλούνται να παίξουν. Επιτρέπουν μεγάλες διαδρομές των τροχών πάνω-κάτω, καταλαμβάνουν λίγο χώρο χάρη στο μικρό τους όγκο, έχουν μεγάλη ικανότητα αποταμίευσης ενέργειας για δεδομένο βάρος και, τέλος, όσο πιο πολύ συμπιέζονται τόσο πιο σκληρά γίνονται προσφέροντας προοδευτικότητα. Η λειτουργία τους είναι απλή: Οταν ο τροχός μετακινείται από μια ανωμαλία του δρόμου, η κίνηση μεταβιβάζεται στο ελατήριο, οι σπείρες του συστρέφονται και προκαλείται η συμπίεση ή αποσυμπίεσή του, ανάλογα με τη φορά του τροχού. Ενα ελικοειδές ελατήριο είναι μια χαλύβδινη ράβδος κυκλικής διατομής στην οποία έχει δοθεί το σχήμα σπείρας. Τα άκρα του είναι πεπλατυσμένα προκειμένου να δρουν σαν μοχλοί στο υπόλοιπο μήκος του. Αλλη μορφή ελατηρίου είναι η ράβδος στρέψης, μια χαλύβδινη βέργα που η μια άκρη της πακτώνεται στο αμάξωμα και η άλλη συνδέεται με το βραχίονα της ανάρτησης και με τη συστροφή της αποθηκεύει την ενέργεια που παράγεται από την κίνηση του τροχού. Πολύ συχνά οι ράβδοι στρέψης χρησιμοποιούνται και σαν αντιστρεπτικές δοκοί (ζανφόρ). Οπως μαρτυρά και η ονομασία τους περιορίζουν τη συστροφή του ενός τροχού σε σχέση με τον άλλο, φαινόμενο που συμβαίνει όταν το αυτοκίνητο γέρνει στις στροφές ή όταν ανεβοκατεβαίνει μόνο ο ένας τροχός. Η κατασκευή και ο τρόπος στήριξης δίνουν τη δυνατότητα να επεμβαίνει μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις, αφήνοντας τη να κινείται ελεύθερα χωρίς συμμετοχή στον έλεγχο των αναρτήσεων όταν και οι δύο τροχοί συμπιέζονται ταυτόχρονα. Πρόκειται για μια ράβδο στρέψης με λυγισμένα άκρα, σταθερά συνδεδεμένα με τους βραχίονες των δύο τροχών του ίδιου άξονα και το μεσαίο τμήμα της αρθρωμένο στο πλαίσιο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της. Οταν ο ένας τροχός συμπιέζεται, η μια άκρη της ράβδου συστρέφεται και τείνει να επανέλθει στην αρχική της θέση, προκειμένου να εκτονωθεί, όμως ανασηκώνει το άκρο που συνδέεται με τον απέναντι τροχό του άξονα. Το βάρος του αυτοκινήτου φροντίζει να διατηρηθεί η επαφή του ανασηκωμένου τροχού με το έδαφος με αποτέλεσμα να μειώνεται η κλίση του αμαξώματος. Ισως να αναρωτιέστε γιατί πρέπει να προσθέσουμε ένα ακόμη ελατήριο για να ελέγξουμε τις κλίσεις του αμαξώματος και δεν το κάνουμε χρησιμοποιώντας πιο σκληρά ελατήρια; Ο λόγος είναι ότι η αντιστρεπτική ράβδος συνδυάζει άνεση και ασφάλεια ταυτόχρονα.Τελευταία διαδεδομένη μορφή ελατηρίων είναι τα ημιελλειπτικά φύλλα σούστας. Πρόκειται για χαλύβδινα ελάσματα σχήματος μισής έλλειψης τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο με το μήκος να μειώνεται διαδοχικά από πάνω προς τα κάτω, τα οποία συγκρατούνται μεταξύ τους από ορισμένες επιδεσμίδες, τα οποία αποταμιεύουν μηχανική ενέργεια κατά την κάμψη τους. Ανάλογα με την τοποθέτηση και τη στήριξή τους αυτά τα συστήματα διακρίνονται σε διαμήκη και εγκάρσια.
Η ανεξάρτητη ανάρτηση προσφέρει πολύ καλή οδική συμπεριφορά και καλύτερη άνεση από μία μη ανεξάρτητη γιατί ο κάθε τροχός κινείται ανεξάρτητα από τους άλλους.
Αποσβεστήρες
Οπως ήδη έχουμε δει τα ελαστικά στοιχεία συμπιέζονται και στη συνέχεια έχουν την τάση να θέλουν να επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση. Αυτό δημιουργεί μια ταλάντωση, μια σειρά εκτάσεων και συμπιέσεων, οι οποίες φθίνουν βέβαια λόγω της τριβής των μορίων του μετάλλου του ελατηρίου αλλά μέχρι να συμβεί αυτό έχουν καταστρέψει κάθε έννοια οδικής συμπεριφοράς αλλά και άνεσης. Οταν ο τροχός συναντά ένα εμπόδιο, θα πρέπει το ελατήριο να μπορεί να συμπιεστεί γρήγορα όμως η έκτασή του θα πρέπει να είναι ελεγχόμενη ώστε να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες ταλαντώσεις. Χρειάζεται λοιπόν κάποιο στοιχείο απόσβεσης που να συγκρατεί το ελατήριο από το να δώσει πίσω ανεξέλεγκτα την ενέργεια που έχει συσσωρεύσει κατά τη συμπίεσή του. Αυτή τη δουλειά κάνουν οι αποσβεστήρες ταλαντώσεων ή κατά κόσμον αμορτισέρ.
Η διαδικασία απόσβεσης των ταλαντώσεων περιλαμβάνει δύο φάσεις, αυτή της συμπίεσης και αυτή της αποσυμπίεσης. Οταν ο τροχός κινηθεί απότομα προς τα πάνω το ελατήριο θα πρέπει να μπορεί να συμπιεστεί γρήγορα χωρίς να επηρεάσει την κίνηση του αμαξώματος. Οταν όμως αρχίζει η έκταση του ελατηρίου θα πρέπει να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες ταλαντώσεις.
Εδώ βρίσκεται η χρησιμότητα του αμορτισέρ το οποίο εκμεταλλεύεται τις γνώσεις της υδραυλικής αφού οι τριβές που παρουσιάζει ένα υγρό έχουν τα χαρακτηριστικά που χρειάζονται στην απόσβεση των ταλαντώσεων.
Η υδραυλική επιτρέπει στα αμορτισέρ να έχουν διαφορετική σκληρότητα στη φάση της συμπίεσης από αυτήν της έκτασης. Η βασική ιδέα της λειτουργίας είναι να τίθεται το υγρό σε κίνηση και να αναγκάζεται να περάσει μέσα από μικρές οπές. Οταν το αυτοκίνητο κινείται αργά και ο τροχός συναντήσει μια ανωμαλία το αμορτισέρ κινείται σχετικά αργά προς τα πάνω. Ετσι έχουμε μικρή παροχή υγρού (όγκος υγρού ανά μονάδα χρόνου), συνεπώς και μειωμένες τριβές άρα και μειωμένη αντίσταση.
Οσο η ταχύτητα μεγαλώνει, τόσο μεγαλύτερη ποσότητα υγρού μετακινείται με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τριβές και οι αντιστάσεις.
Η τριβή κατά τη δίοδο παρέχει την απόσβεση μετατρέποντας την κινητική ενέργεια σε θερμική.
Τα ελατήρια τα οποία χρησιμοποιούνται σε όλους τους τύπους των αναρτήσεων έχουν σκοπό να απορροφούν την ενέργεια και να τη μετατρέπουν από κινητική σε δυναμική ενώ παράλληλα πιέζουν τον τροχό έτσι ώστε να μην χάνει την επαφή του με το δρόμο.
Το αμορτισέρ το οποίο λειτουργεί είτε μαζί με το ελατήριο είτε ανεξάρτητα από αυτό ανάλογα με τον τύπο της ανάρτησης ελέγχει την έκταση της συμπίεσης του ελατηρίου έτσι ώστε να "απορροφάει" τις ταλαντώσεις και να κρατάει μακριά από τους επιβάτες τις παραμορφώσεις του οδοστρώματος.
Τα περισσότερα αμορτισέρ είναι υδραυλικά, δηλαδή δουλεύουν με την πίεση που ασκεί το λάδι μέσα στον κύλινδρο του αμορτισέρ ενώ σε πιο "εξεζητημένα" αυτοκίνητα τοποθετούνται πνευματικά αμορτισέρ στα οποία η κίνηση ρυθμίζεται ηλεκτρονικά.
Γεωμετρία αναρτήσεων
Λέγοντας γεωμετρία των αναρτήσεων εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο εφάπτονται οι τροχοί στο δρόμο, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό αφού καθορίζει την οδική συμπεριφορά, την αίσθηση και την απόκριση του συστήματος διεύθυνσης. Οταν οι τροχοί του ίδιου άξονα είναι στραμμένοι αντίθετα ο ένας με τον άλλο προς τα μέσα ως προς τη διεύθυνση κίνησης, δηλαδή συγκλίνουν, τότε μιλάμε για θετική σύγκλιση. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν αποκλίνουν, έχουμε αρνητική σύγκλιση, ενώ όταν είναι εντελώς παράλληλοι έχουμε μηδενική σύγκλιση.